μισητά

μισητά
μισητά̱ , μισητής
hater
masc nom/voc/acc dual
μισητής
hater
masc voc sg
μισητής
hater
masc nom sg (epic)
μῑσητά , μισητός
hateful
neut nom/voc/acc pl
μῑσητά̱ , μισητός
hateful
fem nom/voc/acc dual
μῑσητά̱ , μισητός
hateful
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μισητάς — μισητά̱ς , μισητής hater masc acc pl μισητά̱ς , μισητής hater masc nom sg (epic doric aeolic) μῑσητά̱ς , μισητός hateful fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • μισητός — ή, ό (ΑΜ μισητός, ή, όν) [μισώ] αυτός που επισύρει εναντίον του το μίσος, άξιος μίσους, μισημένος, μισούμενος, απεχθής (α. «την ώρα, όπου εσβηούντο οι μισητοί, τον θεόν ευχαριστούσε», Σολωμ. β. «οὐκ οἶδεν οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνός λέξασα»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”